- δεσμευμένος
- obligé
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αγκαζέ — 1. (ως μτχ.) κατειλημμένος, δεσμευμένος εκ τών προτέρων 2. (ως επίρρ.) κρατώντας ο ένας τον άλλο, με το χέρι περασμένο κάτω από το λυγισμένο χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος)] … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
αγκαζάρω — 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του 2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας 3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ.… … Dictionary of Greek
αδέσμευτος — η, ο (Μ ἀδέσμευτος, ον) [δεσμεύω] νεοελλ. ο μη δεσμευμένος, αυτός που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς, που έχει την ελευθερία να ομιλεί ή να πράττει κατά βούληση, ο ελεύθερος μσν. ο άδεσμος* … Dictionary of Greek
αδιώμοτος — ἀδιώμοτος, ον (Μ) [διόμνυμι] αυτός που δεν αισθάνεται δεσμευμένος με όρκο … Dictionary of Greek
ασκλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί 2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος 3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος 4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος … Dictionary of Greek
ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] … Dictionary of Greek
θειόδετος — θειόδετος, ον (Μ) δεμένος, δεσμευμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δετος (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αλληλ έν δετος, ά σύν δετος] … Dictionary of Greek
καθορκούμαι — καθορκοῡμαι, όομαι (Α) είμαι δεσμευμένος με όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁρκοῡμαι (< ὅρκος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… … Dictionary of Greek